πολυαρχικός

πολυαρχικός
-ή, -ό
αυτός που αναφέρεται στην πολυαρχία: Πολυαρχική διοίκηση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πολυαρχικός — ή, ό, Ν [πολυαρχία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πολυαρχία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”